- ἀμυγδάλας
- ἀμυγδάλᾱς , ἀμυγδάληalmondfem acc plἀμυγδάλᾱς , ἀμυγδάληalmondfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμυγδαλάς — και μυγδαλάς, ο [αμυγδαλιά] 1. αυτός που έχει πολλές αμυγδαλιές και παράγει πολλά αμύγδαλα 2. τόπος με πολλές αμυγδαλιές, αμυγδαλεώνας … Dictionary of Greek
ἀμυγδαλᾶς — ἀμύγδαλος fem acc pl (attic doric) ἀμύγδαλος fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμυγδαλιά — Καρποφόρο δέντρο της οικογένειας των ροδιδών (δικότυλα). Τυπικό μεσογειακό δέντρο, η α. είναι πιθανότατα ιθαγενής της Μ. Ασίας και φαίνεται ότι η καλλιέργειά της διαδόθηκε στις άλλες μεσογειακές χώρες από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Στην… … Dictionary of Greek
μυγδαλάς — ο βλ. αμυγδαλάς … Dictionary of Greek